- κατραπακιάζω
- και κατραπακίζω [κατραπακιά]δίνω κατραπακιές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατραπακιάζω — και κατραπακίζω κατραπάκιασα και κατραπάκισα, κατραπακιάστηκα και κατραπακίστηκα, κατραπακιασμένος και κατραπακισμένος, δίνω κατραπακιές, καρπαζώνω: Τον κατραπάκιασε τον άντρα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατραπακώνω — [κατραπακιά] κατραπακιάζω* … Dictionary of Greek